- ισοζύγιο
- το1. ισορροπία τού ζυγού, το να αχθούν δύο πράγματα στην ίδια στάθμη, στο ίδιο επίπεδο, σε αντιστοιχία, σε ισοσταθμία2. μτφ. εξίσωση, ισοσκέλιση εσόδων και εξόδων («το ισοζύγιο τού κρατικού προϋπολογισμού» — η ισοσκέλιση τών εσόδων και εξόδων τού κράτους)3. (οικ.) φρ. α) «εμπορικό ισοζύγιο» — τμήμα τού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, στο οποίο παρουσιάζεται σε αξία η κίνηση τών εξαγόμενων και εισαγόμενων εμπορευμάτων μιας χώρας και το οποίο συντάσσεται σε τακτές χρονικές περιόδουςβ) «ἱσοζύγιο πληρωμών» — λογιστική κατάσταση που απεικονίζει την αξία όλων τών οικονομικών συναλλαγών μεταξύ τών κατοίκων μιας χώρας και τών κατοίκων άλλων χωρών και διακρίνεται σε ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και σε ισοζύγιο κινήσεως κεφαλαίωνγ) «ἱσοζύγιο λογαριασμού» — η εξίσωση τών πιστώσεων και τών χρεώσεωνδ) «ενεργητικό ισοζύγιο» — όταν η αξία τών εξαγόμενων εμπορευμάτων είναι μεγαλύτερη από την αξία τών εισαγόμενωνε) «παθητικό ισοζύγιο» — όταν η αξία τών εξαγόμενων εμπορευμάτων είναι κατώτερη από την αξία τών εισαγόμενων.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. balance].
Dictionary of Greek. 2013.